ἀνακλίνῃ

ἀνακλίνῃ
ἀνακλί̱νῃ , ἀνακλίνω
lean
aor subj mid 2nd sg
ἀνακλί̱νῃ , ἀνακλίνω
lean
aor subj act 3rd sg
ἀνακλί̱νῃ , ἀνακλίνω
lean
pres subj mp 2nd sg
ἀνακλί̱νῃ , ἀνακλίνω
lean
pres ind mp 2nd sg
ἀνακλί̱νῃ , ἀνακλίνω
lean
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταπακτή — και καταπαχτή, η (Α καταπακτή) νεοελλ. 1. οριζόντια θύρα στο δάπεδο η οποία οδηγεί στο υπόγειο, κν. γκλαβανή 2. ναυτ. η κάθοδος τού πλοίου, κν. μπουκαπόρτα αρχ. (ως επίθ. μόνο στη φρ.) «καταπακτὴ θύρα» η καταπακτή, η οριζόντια θύρα που οδηγεί στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”